Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που οι σκέψεις μου γίνονταν λέξεις, κρύβονταν σε φακέλους και ταξίδευαν με το ταχυδρομείο. Έμπαιναν λέει στο αεροπλάνο, που εγώ δεν είχα μπει ποτέ, και πετούσαν μέχρι το Βέλγιο. Τις φανταζόμουν τότε να μπαίνουν σε ένα γραμματοκιβώτιο που βρισκόταν ανάμεσα σε άλλα πολλά και μάλλον μπρούτζινα, στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας που είχε πολλούς ορόφους και πολλούς κατοίκους και ένας από αυτούς ήταν ο δικός μου φίλος.
Είχα φανταστεί το τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα που το γράμμα μου καθόταν και περίμενε μέχρι ανοιχτεί, είχα φανταστεί ακόμα και τον χαρτοκόπτη. Ξέρω παρόλα αυτά, ότι στην πραγματικότητα καμιά από αυτές τις εικόνες δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Ξέρω ακόμα ότι δεν είναι σημαντικές, δημιουργήθηκαν μόνες τους, όπως μόνες τους γύρισαν τώρα. Αυτό που είναι όμως σημαντικό, είναι οι λέξεις μας, που πετούσαν από την Αθήνα στο Βέλγιο και πάλι πίσω, κουβαλώντας σκέψεις, εικόνες και πολλά πολλά ερωτήματα.
Ένα σωρό ερωτήσεις που ίσως ποτέ να μην ρωτούσα κανέναν και ένα σωρό απαντήσεις που μάλλον ποτέ δεν θα έγραφα σε χαρτί. Χιλιάδες σκέψεις που δεν ήξερα ότι είχα, είναι στα χέρια ενός αληθινού φίλου. Γιατί στο χαρτί δεν μπορείς να πεις ψέματα, δεν μπορείς να χαμογελάσεις ούτε να κρυφτείς. Ζωγραφίζεις την αλήθεια σου και την εμπιστεύεσαι στα μάτια κάποιου άλλου.
Τη δίνεις για πάντα χωρίς επιστροφή.