Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Η Μεγάλη Μαμά



Είναι καιρός που θέλω να γράψω, αλλά στο κουβάρι του μυαλού μου δεν έβρισκα την άκρη. Πολλά χρώματα το κουβάρι και ίσως και πολλές άκρες. 

Έξω από το παράθυρό μου ακούγεται ο Εθνικός Ύμνος και αμέσως έρχεται το πρώτο συναίσθημα. Οργή. Πόσο μπορεί να έχουν κακοποιηθεί αυτές οι νότες για να δημιουργούν τέτοια συναισθήματα. 

Αδερφέ, διάβασα τις λέξεις σου. Και κάπου εκεί στη μέση γράφεις για τη Μεγάλη Μαμά. Ποιά Μαμά; Δεν είναι έτσι η Μανάδες, αδερφέ. Οι Μανάδες δεν έχουν χέρια, έχουν φτερούγες που αγκαλιάζουν. Τούτη εδώ η χώρα έχει νύχια να σου βγάλει τα μάτια. 

Οι γονείς, αδερφέ, κρίνονται από τα παιδιά τους. Και κοιτώ γύρω μου και αδέρφια δεν βλέπω. Κάτι αμάξια βλέπω,  κάτι μάσκες και φασισμό αδερφέ, όπου και να γυρίσω τα μάτια μου. Μην ακούς αυτά που λένε, είναι παντού.
Στην δεσποινίδα με το αυτοκίνητο που κλείνει την πρόσβαση στο πεζοδρόμιο για να πάει «ένα λεπτάκι» να πάρει το φουστάνι από τη μοδίστρα, λες κι εσύ δεν είσαι άνθρωπος να βγεις με το καρότσι στο δρόμο με το σακατεμένο σου κορμί ή με το παιδί σου μέσα και ας βρέχει. Εκείνη μόνο να μην περπατήσει πέντε μέτρα και βραχεί το μαλλί! 

Στην κυρία που μπαίνει μπροστά σου στην ουρά, διακριτικά σαν να μην υπάρχεις, γιατί δεν υπάρχεις αδερφέ. Εκείνη έχει πιο σπουδαία μέρα από σένα και πιο σημαντική και καλύτερη οικογένεια και καλύτερο σκύλο.

Στον κύριο που οδηγεί στην βοηθητική στους πηγμένους οδικούς άξονες. Γιατί είναι πιο έξυπνος από σένα αδερφέ. Και ας μην έχει να περάσει το ασθενοφόρο με τη μάνα του να φτάσει στο νοσοκομείο και χαθεί μια ζωή εξαιτίας του στην κίνηση. Αυτός εξακολουθεί να είναι πιο έξυπνος. Θα σε προσπεράσει κι αυτός λιγότερο διακριτικά, γιατί δεν υπάρχεις γι αυτόν, αδερφέ.

Στις δυνάμεις καταστολής που μπαίνουν στα χωριά και ρίχνουν χημικά. Γιατί σηκώνεις κεφάλι αδερφέ και δεν κάνει. Πρέπει κάποιος να σου δείξει το όριο.

Γιατί στην Ελλάδα είσαι το αμάξι σου. Η γραβάτα σου και η δουλειά σου. Και τώρα που χάνονται αυτά δεν μένει τίποτα και γίνεσαι τίποτα. Και σαν τίποτα γελάς όταν κακοπαθαίνει ο αδερφός σου. Δεν βοηθάς, γιατί δεν έχεις τίποτα να δώσεις και γιατί δεν ξέρεις πως. Και δεν ξέρω αδερφέ. Αυτή η Μάνα που λες μπορεί να έχει πεθάνει κι αυτή. Μπορεί να ήταν αυτή που πέθανε στην κίνηση μέσα στο φρακαρισμένο ασθενοφόρο. Μπορεί να πέθανε από ασφυξία στην Ιερισσό.  

Αν ήταν στο χέρι μου αδερφέ θα την σκότωνα ξανά και ξανά σε εκείνο το χωριό και στο διπλανό και σε όλα. Γιατί στην Ιερισσό γίναμε για λίγο όλοι ίσοι. Αν φτάσουν σε όλα τα χωριά και μας ψεκάσουν δηλητήριο θα καταλάβουμε, ίσως μόνο τότε.

Το «Όχι» σου αδερφέ μου άλλαξε τον κόσμο. Γιατί ειπώθηκε. Και ας ήρθε η τιμωρία. Τουλάχιστον τώρα καταλάβαμε γιατί στην Ελλάδα λένε όλοι «Ναι». Γιατί φοβούνται την τιμωρία. Αλλά θα έρθει και θα είναι καλοδεχούμενη σαν ευλογία. Και η καταστροφή για να γεννηθούμε ξανά. Γιατί αδερφέ είσαι Ελεύθερος Κατακτημένος, εγώ είμαι απλά το δεύτερο.